Ονομάζομαι Σαρούκος Ιωάννης (Γιάννης), του Σπύρου και της Νομικής. Κατάγομαι από τα Δωδεκάνησα, συγκεκριμένα από το νησί των σφουγγαράδων, την ΚΑΛΥΜΝΟ, που είναι και θα παραμείνει, στην καρδιά μου και στην ψυχή μου…για πάντα.
Νιώθω την ανάγκη και συγχρόνως την υποχρέωση να εκπληρώσω, μία ΥΠΟΣΧΕΣΗ που έδωσα κάποτε σε κάποιο άτομο, που δυστυχώς, δεν ευρίσκεται, ΣΗΜΕΡΑ, ανάμεσα μας, την ΔΕΣΠΟΙΝΑ, την γυναίκα μου και μητέρα των παιδιών μου.
Θα σας διηγηθώ, θα σας ανοίξω την καρδιά μου, για μία ‘’ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ’’ η οποία υπήρξε βίωμα, σε μία οικογένεια. Ο τίτλος της ιστορίας μου αυτής, έχει ως ακολούθως..
̛Επιστροφή στις ρίζες μας.
Τον αφιερώνω δε, εν πρώτοις, στην μνήμη της αείμνηστης γυναίκας μου, Δέσποινας, στα παιδιά μου, Ειρήνη, Παντελής και Νομική, στους γαμπρούς μου, Βαλάντη και Γιάννη, στα εγγονάκια μου, Σαββίνα, Δέσποινα και Ρηνούλα καθώς και στο ( τέταρτο ) εγγονάκι, που περιμένω, να μου το φέρει, ο πελαργός κατά τα μέσα του μηνός Ιουλίου, 2012, με την δύναμη του Θεού.
1946. 7η του μηνός Δεκεμβρίου. Λίγο πριν έρθει ο χειμώνας, γεννήθηκε, το τέταρτο παιδί, (από τα 7 συνολικά), της πολύτεκνης οικογένειας , του Σπύρου και της Νομικής ΣΑΡΟΥΚΟΣ….ο Γιάννης. Θυμάμαι τη ζωή μου από τα έξι μου χρόνια και με κάθε λεπτομέρεια, όταν προσπάθησα στο σχολικό θρανίο, του 6ου Δημοτικού σχολείου….Παρθεναγωγείο , ΚΑΛΥΜΝΟΥ, το 1952. Οι διδάσκαλοι μου φρόντισαν να με προσέχουν, τα πρώτα μου εφόδια, τα πρώτα μου γράμματα και τους είμαι ευγνώμων. ‘Ήσαν οι κκ. Κωλέτη, Ολυμπίτου, Γαλουζή, Αμοργίνου, Κασσάρας και Κωλλέτης.
Η πατρίδα μου, η ΕΛΛΑΔΑ, ήτανε κατεστραμμένη, μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο και στην συνέχεια, (από τον διεξαχθέντα εμφύλιο που είχε). Δεχότανε βοήθεια από τους συμμάχους της, στην προσπάθεια που έκανε για να ανασυγκροτηθεί.
Θυμάμαι, μάλιστα, κατά τη διάρκεια της περιόδου στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση μου, μας έδιναν κάθε πρωί στο σχολείο ˮ πρωινό,, γάλα και τυρί, τα οποία, προερχόντουσαν από τις Η.Π.Α., καθώς και ρουχισμό.
Η εκπαίδευση μου στο Δημοτικό τελείωσε τον Ιούνιο του 1959. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου έκανα εγγραφή στο τότε εξατάξιο γυμνάσιο, το Νικηφόρειο. Μου άρεσαν τα γράμματα, ήθελα να συνεχίσω, να γίνω κάτι στη ζωή μου και να ζήσω καλύτερα από τους γονείς μου, αυτό ακριβώς με συμβούλευε και ο μακαρίτης ο πατέρας μου και ότι θα στεκότανε πάντα στο πλευρό μου, όταν θα χρειαζόμουνα την βοήθεια του.
Τα 2 πρώτα χρόνια των γυμνασιακών μου σπουδών, πήγανε περίφημα. Ήμουνα ανάμεσα των αριστούχων. Όταν όμως πήγα στην Τρίτη τάξη του γυμνασίου, τα πράγματα άλλαξαν εντελώς, διότι, ο μεγαλύτερος αδελφός μου, είχε αγοράσει καφενείο και εγώ ήμουν υποχρεωμένος, κατά τη γνώμη του μόλις σχόλαγα, 2 η ώρα το μεσημέρι, να πηγαίνω κατευθείαν στο μαγαζί του για να τον βοηθάω, (στην ουσία έκανα τα πάντα) και όταν πήγαινα σπίτι συνήθως μετά τις 11 η ώρα το βράδυ κουρασμένος από την καθημερινότητα , διάβαζα μισοκοιμισμένος, άλλο, τι να διαβάσω; Αφού πολλές φορές, τα μάτια μου έκλειναν και δεν άνοιγα ούτε καν βιβλίο. Οι βαθμοί μου από το ΑΡΙΣΤΑ, έπαιρναν σιγά -σιγά τον κατήφορο, αφού ο αδελφός μου όπως έβλεπα με προόριζε να πάρω το δίπλωμα του καφετζή και όχι για γράμματα που επιθυμούσε, ο πατέρας μου, να μάθω όπως και εγώ.
Όταν καμία φορά του έκανα παράπονο, ότι με το να έρχομαι κάθε μέρα στο καφενείο, μένω πίσω στα μαθήματα μου, εκείνος με έβριζε, με βλασφημούσε και πολλές φορές με χτυπούσε. Αδύνατος όπως ήμουνα, δεν είχα τη δύναμη και το θάρρος να αντιδράσω, στην βία, που ασκούσε, σε βάρος μου.
‘Ένας μπαμπούλας υπήρχε πια στη ζωή μου. Μάλιστα, στην Τρίτη τάξη, από αριστούχος που ήμουνα, είχα μείνει μεταξατασταίος στο μάθημα των μαθηματικών, για τον Σεπτέμβριο μήνα. ‘Έδωσα εξετάσεις και πέρασα. ‘Όποτε ερχότανε ο πατέρας μου στο νησί, (ήτανε ναυτικός στο επάγγελμα) ταξίδευε με τα ποντοπόρα πλοία, τους ωκεανούς δεν τολμούσα να του πω το παραμικρό. Γιατί; Διότι φοβόμουνα, τον προστάτη, επειδή όταν θα ξανάφευγε και πάλιν ο πατέρας μου, η ζωή μου, θα γινότανε κόλαση, θα ήτανε χειρότερη και έτσι αναγκαστικά έκλεινα το στόμα μου για να αποφύγω τα χειρότερα και ήμουνα, στο έλεος του Θεού….και θύμα του αδελφού. Ευτυχώς που για μένα πουλήθηκε το καφενείο και λυτρώθηκα. Γλύτωσα από την επιρροή του και έβαλα ξανά στη σκέψη μου το σχολείο. Είχα μείνει πίσω, άπρεπε να καλύψω σιγά- σιγά το χαμένο έδαφος.
Τα καλοκαίρια που τα σχολεία έκλειναν λόγω θερινών διακοπών, εργαζόμουνα. Εργάστηκα σε οικοδομές πότε- πότε , γινόμουνα αχθοφόρος (ΧΑΜΑΛΗΣ) και πότε γκαρσόνι σε εστιατόρια των νησιών ΚΑΛΥΜΝΟΥ και ΚΩ. Μάλιστα η πρώτη μου εργασία ήτανε, όταν ήμουνα 10 χρονών, εργάστηκα στο εστιατόριο του νησιού μας ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ, ιδιοκτησίες τότε του αείμνηστου Κώστα Μαγκλη. Τα χρήματα που κέρδιζα από τις διάφορες δουλειές που εργαζόμουν πλήρωνα τα ατομικά μου έξοδα, βοηθούσα εν μέρει τη μητέρα μου και όποτε είχα ευκαιρία έκανα και κανένα φροντιστήριο στα μαθήματα που είχα αδυναμίες, αλλά πάντοτε κρυφά από το μάτι του προστάτη….αδελφού μου λες και μου τα πλήρωνε εκείνος. Τα παιδικά μου χρόνια δεν ήσαν και τόσο ρόδινα. Στερήθηκα πολλά.
Η ψυχαγωγία μου ήτανε το ποδόσφαιρο, χρήματα δεν υπήρχανε για να αγοράσω κανένα τόπι, δηλαδή ΜΠΑΛΑ. Η αγορά μπάλας από εμάς τότε, εκείνα τα χρόνια έμοιαζε με πολυτέλεια. Συγκεντρωνόμασθο τότε παιδιά της ηλικίας και παίζαμε κυνηγώντας ένα μικρό πλαστικό τόπι η φτιάχναμε μόνοι μας με κουρελόπανα κανένα στρογγυλό κουβάρι….για ΜΠΑΛΑ. Παίζαμε δε ξυπόλητοι και μάτωναν δε τα πόδια μας για να μην χαλάσουμε τα παπούτσια μας που φυλάγαμε σαν κόρη οφθαλμού. Επίσης και κανένας κινηματογράφος. Στο νησί μου είχαμε τότε, δυο. Το ΣΠΛΕΝΤΙΤ ιδιοκτησίας Μ. Μπιλλήρη και το ΑΠΟΛΛΩΝ του Κ. Μαραγκού, με εισιτήριο αξίας 3 δραχμών για κάθε είσοδο και πάντα κάθε Κυριακή απόγευμα. Μαζευόμασθο, στο παντοπωλείο του φίλου και γείτονα ΜΑΜΜΑ ΠΑΣΧΑΛΗ για να ακούσουμε αναμετάδοση ποδοσφαιρικών αγώνων από το ραδιόφωνο.
Φτωχά χρόνια αλλά πολύ όμορφα, πιο αγαπημένα, πιο ζεστά από το ΣΗΜΕΡΑ, πόσο μου έχουνε λείψει και πόσο έχω νοσταλγήσει γιατί αυτό που συμβαίνει τώρα είναι κάθε πέρσι και καλυτέρα….δυστυχώς.
Αγαπούσα πολύ την πατρίδα μου, την μάνα μου και τα αδέλφια μου και δεν μπορούσα να διανοηθώ στη σκέψη ότι θα ζήσω μακριά τους έστω και για μια ημέρα. Στα 18 μου χρόνια, μαθητής ακόμη του γυμνασίου (βρισκόμουνα στην τελευταία τάξη) , χτύπησε η καρδιά μου παράξενα για πρώτη φορά, για κάποιο κορίτσι, ηλικίας τότε 13 χρόνων και μαθήτριας της Α! τάξεως του γυμνασίου Θηλέων Καλύμνου, το οποίο μέχρι σήμερα, μάρτυς μου ο Θεός δεν έχει φύγει ποτέ από τη, ούτε από τη σκέψη μου ούτε από το μυαλό μου και πολύ περισσότερο από την καρδιά μου, (αν και έχω διανύσει τα 65 μου χρόνια), με τα αρχικά της γράμματα Ξ.Σ να είναι βαθειά χαραγμένα εκεί και να μην έχουνε αλλοιωθεί παρά το πέρασμα τόσων χρόνων.